- ερραστωνευμένως
- ἐρρᾳστωνευμένως (Μ)επίρρ. αμελώς, αφρόντιοτα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ερρᾳστωνευμένος, μτχ. μέσου παρακμ. τού ρ. ρᾳστωνεύομαι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐρρᾳστωνευμένως — ῥᾳστωνεύω to be idle perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)